- κοτυλήρυτον
- κοτυλήρυτοςthat can be drawn in cupsmasc/fem acc sgκοτυλήρυτοςthat can be drawn in cupsneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κοτυλήρυτος — κοτυλήρυτος, ον (Α) 1. αυτός που μπορεί να αντληθεί με κοτύλη, με ποτήρι 2. άφθονος («ἀμφὶ νέκυν κοτυλήρυτον ἔρρεεν αἷμα», Ομ. Ιλ.) 3. φρ. «ὄξος κοτυλήρυτον» μέτρο όξους. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοτύλη + ήρυτος (< ἀρύω «αντλώ»), πρβλ. ευ ήρυτος, κυλικ… … Dictionary of Greek